κουμαρικός

κουμαρικός
-ή, -ό
φρ. χημ. «κουμαρικό οξύ» — κυκλική οργανική ένωση, αρωματικό και ακόρεστο υδροξυοξύ που λαμβάνεται με ενυδάτωση τής κουμαρίνης ή διαζώτωση τού ο-αμινο-κιναμωμικού οξέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. coumarique < γαλλ. coumarou < ισπ. cumaru < πορτογαλ. cumaru < cumaru, γλώσσα τών ιθαγενών Τούπι τής Νότιας Αμερικής. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γεώργιο Κρίνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”